[1384] (κατα-σχέθω) nur aor. II. zu κατέχω, mit verstärkter Bdtg, zurückhalten, anhalten, κατὰ δ' ἔσχεϑε λαὸν ἅπαντα, Od. 24, 530 u. öfter; κάσχεϑε Il. 11, 702; μόλις κατασχεϑόντες δρόμον Soph. El. 744; übertr., ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεϑεῖν Ant. 1185; κατέσχεϑε λέοντος ϑυμόν Eur. Herc. Fur. 1210; – Θορικόνδε κατέσχεϑον, sie hielten, steuerten auf Thorikos zu, H. h. Cer. 126; – halten, χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεϑών Aesch. Suppl. 1052.