[1384] κατα-ταχέω, an Schnelligkeit (τάχος) übertreffen, τινά, Pol. 3, 16, 4 u. öfter; absolut, 1, 47, 7; σπουδῇ καταταχεῖν πρὸς τὴν πύλην 9, 17, 4; c. partic., ib. 2, 18, 6, wie φϑάνω construirt, 4, 68, 5 u. öfter; καταταχούμενοι ὑπὸ τῆς ὀξύτητος τοῦ καιροῦ D. Sic. 14, 72, öfter.