[1387] κατα-φάνεια, ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu. nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤϑους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦϑος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7, 10, 2.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana