[1388] κατα-φθείρω, verderben, vernichten; δαίμων τις κατέφϑειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; κατέφϑαρται ὄλβος 247, wie λαὸς δορί 715; καταφϑεῖραι πόλιν Soph. O. R. 331; καταφϑαρεὶς τὸν βίον Men. b. Harpocr. v. ματρυλεῖον; in Prosa, Plat. Legg. III, 697 d; Pol. 2, 64, 3; ἐν πενίᾳ καὶ νόσοις καταφϑείρεσϑαι Luc. Iup. tr. 19.