[1390] κατα-φυγή, ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἔχει γὰρ καταφυγὴν ϑὴρ μὲν πέτραν Eur. Suppl. 267; οὗτος ἦν μοι καταφυγὴ σωτηρίας Or. 722; καταφυγὰς ποιεῖσϑαι, = καταφυγεῖν, εἴς τινα, 566, wie Antiph. 1, 4; καταφυγὴν εἶναι εἰς ϑεούς Plat. Legg. III, 699 b; Xen. Hell. 2, 4, 8; ἀσφαλεστάτη Isocr. 4, 41. – Ausflucht, Dem. 54, 21.