[1393] κατα-ψήχω, 1) abreiben, striegeln, streicheln; ἵππους Eur. Hipp. 109; Sp.; τὴν χεῖρα Ath. VI, 257 a; γενείου ἄκρα καταψήχων Agath. 70 (XI, 354); übertr., ἃς φάτο μειλιχίοισι καταψήχων ὀάροισιν, Ap. Rh. 3, 1102. – 2) zerreiben, klein machen; κατέψηκται Soph. Trach. 695; Nic. Th. 898.