[1343] κατ-αγορεύω, anzeigen, aussprechen gegen Einen; Ar. Pax 107; τὰς πανουργίας Vesp. 932; καταγορεύει τις τοῖς ἑτέροις τὸ ἐπιβούλευμα Thuc. 4, 68, vgl. 6, 54; πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν Xen. Hell. 3, 3, 5; = κατηγορέω, τινός, πρὸς τὸν ἄρχοντα Ael. H. A. 7, 15.