[1351] κατ-αιτιάομαι, dep. med., beschuldigen, anklagen; ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι Her. 5, 92; εἰ γὰρ ἀμαϑίαν κατῃτιῶντο Thuc. 3, 42; τινά τινος, wie ἀσεβείας D. Cass. 68, 1; – aor. pass. hat passive Bdtg, τοὺς καταιτιαϑέντας ἀπέκτειναν Thuc. 6, 60; Xen. Hell. 1, 1, 32; Pol. 3, 5, 4; perf., 32, 7, 14; φήσας αὐτὸν ψευδῶς κατῃτιᾶσϑαι τὴν κλοπήν. D. Sic. 4, 31.