[1365] κατ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), verwenden, verthun, verbrauchen; τὸ μιχϑὲν ἤδη πᾶν κατανηλώκει Plat. Tim. 36 b; τίς μηχανὴ μὴ οὐχὶ πάντα καταναλωϑῆναι εἰς τὸ τεϑνάναι Phaed. 72 d; σχολὴν εἰς φιληκοΐαν κατανάλισκε Isocr. 1, 18; εἰς τὴν στρατείαν τάλαντα μύρια κατηνάλωσε 9, 60; καταναλώσαντες χρήματα Xen. Mem. 1, 2, 22; τέτταρας μνᾶς εἰς ὀψοφαγίαν Ath. VIII, 345 d; Plut. Alex. 5; πολλὰ ἡδοναῖς D. Sic. 17, 108. – Vom Verdauen der Speisen, Plut. sept. sap. conv. 16.