κατ-αράσσω

[1374] κατ-αράσσω, alt. -αράττω, herunterreißen, schmettern; Hipponax bei Ath. XI, 495 d; τοὺς λοιποὺς κατήραξαν διώκοντες Her. 9, 69; τὸ στράτευμα νικηϑὲν κατηράχϑη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc. 7, 6; Folgde, wie Arr. An. 5, 17, 4; κατήραξε εἰς τὴν ϑάλατταν ἅπαντας Dem. 23, 165; auch übertr., διασείειν καὶ καταράττειν τὰ βουλεύματα Luc. Dem. enc. 38. – Intrans., mit Geräusch hinabfahren, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμός Pol. 10, 4, 7, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα καταράττων ὁ ποταμὸς μετὰ πολλοῦ ψόφου D. Sic. 17, 75; vom Regen, Arist. de mund. 2, wie D. Sic. 1, 41. Vgl. καταῤρήγνυμι. An vielen Stellen ist V, 1. καταῤῥάσσω.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1374.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: