κεραμεία
[1419] κεραμεία, ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίϑῳ τὴν κεραμείαν μανϑάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι [1419] οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.