[1431] κηλίς, ῖδος, ἡ, Fleck, Schmutz; λιχὴν βροτοφϑόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr., Schmach, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς μητροκτόνος Eur. I. T. 1200; ἐστάϑη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; ϑεία κηλὶς προςπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = μίασμα; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν.