[1444] κλαγγαίνω u. κλαγγάνω, poet. = κλάζω, κλαγγαίνεις δ' ἅπερ κύων Aesch. Eum. 126; ὅπου τις ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει Soph. frg. 782. Vgl. ἐπανακλαγγάνω.