[1445] κλαδαρός (κλάω), zerbrechlich; δόρατα λεπτὰ καὶ κλαδαρὰ ποιοῦντες Pol. 6, 25, 5; κάμακες Leon. Tar. 47 (IX, 322), v. l. cod. Pal. κλαμαραί. – Uebtr., κλαδαραὶ ὄψεις, gebrochene, wollüstige, verliebte Blicke, wie κλαδαρὸν περιβλέπειν, sich mit verliebten Augen umsehen, Clem. Al. paed. 3 p. 293. 294. Vgl. κλαδαρόμματος.