[1456] κλόπιος, diebisch, listig, verstohlen; λήξειν ἀπατάων μύϑων τε κλοπίων Od. 13, 294; χείρ Qu. Maec. 10 (IX, 249); στείχειν κλοπίην ὁδόν, von Dieben, Ep. ad. 289 (Plan. 123).