[1452] κλήρωσις, ἡ, das Loosen, Wählen durchs Loos; πικρὰν κλήρωσιν αἵρεσίν τέ μοι βίου καϑίστης Eur. Andr. 384, wie Plat. Phaedr. 249 b; κληρώσεις δικαστηρίων Plat. Legg. XII, 956 d; so auch A.; auch Sp., wie D. Cass. 41, 7.