[1454] κλῑνίδιον, τό, dim. von κλίνη, Bettchen; Ar. Lys. 916 u. Sp.; auch = S än ste, ἐν κλινιδίῳ φοράδην κομισϑεὶς εἰς τὴν σύγκλητον Plut. Coriol. 24.