[1463] κνισσόω od. κνῑσόω, = κνισσάω; ὁ μάγειρος κνίσωσε δὲ δῶμα Matro bei Ath. III, 136 c; δελέατι κεκνισσωμένῳ Arist. H. A. 4, 8; Sp., wie Luc. saturn. ep. 23.