[1464] κνυζέω, = Vorigem, κύνας κνυζούσας Poll. 5, 64. – Med., Ac. Vesp. 976 u. sp. D., wie Lycophr. 608, übertr., κυνηδὸν ἐξέκραξαν ὡς κνυζούμενοι Soph. frg. 646.