[1464] κνύζω u. med. κνύζομαι, = κνυζάω (w. m. s.). βρέφη κνυζόμενα Dion. Hal. 1, 79; τῆς κυνὸς κνυζομένης Plut. amat. narr. 3. – Bei E. M. 523, 3 auch = κνύω, κνάω.