[1474] κολοβόω, verstümmeln, beschneiden, stutzen; κεκολοβωμένοι πόδες Arist. H. A. 1, 1; τὸ τῶν ἰχϑύων γένος ἔτι μᾶλλον κεκολόβωται τῶν ἐντὸς μορίων part. anim. 4, 13; κολοβωϑῆναι Araros B. A. 104; τοὺς ἀνϑρώπους Pol. 1, 80, 13; τὴν ῥῖνα D. Sic. 1, 78; ἡμέρας N. T.