[1476] κολπόω, einen Busen, Bausch bilden; χιτῶνας Luc. V. H. 1, 10; bes. vom Segel, busig schwellen, ναῦται κολπώσαντες λίνα πνοίῃ Ζεφύρου Hel. 110 (IX, 363); κολποῦται Ζέφυρος ἐς ὀϑόνας Satyr. 5 (X, 5); κολπώϑη δ' ἀνέμοισι πέπλος βαϑύς Hosch. 2, 125; ähnl. κολπώσας ὁ ἄνεμος τὴν ναῦν Luc. V. H. 1, 13; – einen Meerbusen bilden; κόλπος κολπούμενος Pol. 34, 11, 5; Strab. öfter; – adject. verb., κολπωτοὶ χιτῶνες, Kleider mit einem Busen, Plut. reg. apophth. Xerz.