[1479] κομπ-ώδης, ες, großprahlerisch; κομπωδεστέραν ἔχων τὴν προςπ οίησιν Thuc. 2, 62; τὸ κομπῶδες 5, 68; καὶ σοβαρόν Plut. Sull. 16; κραυγαὶ κομπώδεις Them. 8.
Meyers-1905: Komp