[1486] κορέω, segen, reinigen; αἱ μὲν δῶμα κορή-σατε Od. 20, 149; τὴν αὐλήν Eupol. bei Poll. 10, 29; τὰ βάϑρα σπογγίζων καὶ τὸ παιδαγωγεῖον κορῶν Dem. 18, 258; übertr., κατάϑου τὸ κόρημα, μὴ κόρει τὴν Ἑλλάδα, fege Griechenland nicht aus, Ar. Pax 59, was der Schol. erkl. μὴ ποίει ἔρημον οἰκητόρων διὰ τὸν πόλεμον. Vgl. ἐκκορέω.