[1491] κοσμιότης, ητος, ἡ, die Eigenschaft des κόσμιος, ein ordentliches, gesetztes, gesittetes Betragen, Anstand, Ehrbarkeit, nach Plat. defin. 412 d ὕπειξις ἑκουσία πρὸς τὸ φανὲν βέλτιστον, εὐταξία περὶ κίνησιν σώματος; neben σωφροσύνη, Gorg. 508 a; Ar. Plut. 564; διὰ κοσμιότητος ζημιοῦν Dem. 59, 80; Gegensatz der ἀκολασία, Arist. Eth. 2, 8; Sp., wie Luc. Tim. 55.