[1400] κοτ-ήγορος, ὁ, Ankläger; Soph. Tr. 811; Her. 3, 71. 8, 88; Plat. Apol. 18 b; oft bei Rednern; – Verräther; τῶν ματαίων ἀνδράσι φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληϑὴς γίγνεται κατήγορος Aesch. Spt. 421; χϑονός Lycophr. 58; ἡ ἀμέλεια σαφὴς ψυχῆς κατήγορος κακῆς, verräth, Xen. Oec. 20, 15.