[1504] κραυγή, ἡ (vgl. κράζω), das Geschrei; κραυγὴν ἔϑηκας, στῆσαι, Eur. Or. 150. 1529; ποιεῖν, schreien, Xen. Cyr. 3, 1, 2; κραυγὴν καὶ ϑόρυβον ἐποίουν Dem. 54, 5; Sp.