[1511] κρισσός, att. = κιρσός; dah. κρισσοκάβωνες ἵπποι, οἳ κατὰ τῶν διδύμων κρισσοὺς ἔχουσιν, ἄϑετοι πρὸς ὀχείαν, Hippiatr.