[1511] κρόκεος, saffranartig, saffrangekb; εἷμα Pind. P. 4, 413; πέπλος Eur. Hec. 468; πέταλα Ion. 889; ἀστέρων κρόκεος ὄχος Tr. 856; Sp., wie Philodem. (X, 21).