[1520] κτίστωρ, ορος, ὁ, = κτιστής; Ἀσιάδος χϑονός Eur. Ion 74; Αἴτνας Pind. bei Ar. Av. 926; Sp.; auch Ζήνων ὁ τῆς στοᾶς κτίστωρ, Ath. IX, 370 c.