[1518] κτερίζω, auch κτερεΐζω, – a) τινά, einen Todten mit den gebührenden Ehren bestatten; οὐ σὲ πρὶν κτεριῶ Il. 18, 334, vgl. 22, 336; ἐπεί κε ϑάνω, κτεριοῠσί με δῖοι Ἀχαιοί 11, 455; so τοῠτον τάφῳ κτερίζειν Soph. Ant. 204; Eur. Hel. 1244; sp. D.; auch τούςδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε, Simonds. 91 (VII, 270). – b) κτέρεα κτερίσειεν u. κτερίσαιεν (s. κτέρεα), Il. 24, 38 Od. 3, 285.