[1537] κυρκανάω, nach Hesych. = κυκάω, ταράσσω; Hippocr.; Ar. Thesm. 429 δοκεῖ ὄλεϑρόν τιν' ἡμᾶς κυρκανᾶν, einrühren. Vgl. κυκανάω.