[1543] κωλῡτής, ὁ, = κωλυτήρ; κωλ. γίγνεται τῆς διαβάσεως, er hindert, Thuc. 3, 23; ὥςτε μηκέτι πορεύεσϑαι κωλυτὴν παρασχεῖν Plat. Critia. 109 a.