[1479] κόμπασμα, τό, die prahlende Rede, die Großsprecherei; αὐτὸν ἐξέπ ληξε τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων Aesch. Prom. 361; πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀμβρίμων κομπάσματα Spt. 776; vgl. Ar. Ran. 940. Auch in späterer Prosa.