[7] λαιμο-πέδη, ἡ, Halsfessel, a) Schlinge zum Vogelsang, ἄρκυν – λαιμοπέδαν γεράνων, Antp. Sid. 17 (VI, 109). – b) Halsband der Hunde, σκυλάκων, Leon. Tar. 34 (VI, 35).