[13] λαμπτηρ-ουχία, ἡ, das Leuchtenhalten, τὰς ἀμφὶ σοὶ κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους αἰέν, das vereitelte Anzünden der Feuerzeichen, wie φρυκτωρία, Aesch. Ag. 864.