[19] λαυκανία, ἡ (ΛΑΩ, λαύω), Kehle, Schlund, οἶνον λαυκανίης καϑέηκα, Il. 24, 642, u. genauer bestimmt, φαίνετο δ' ᾑ κληῗδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν, λαυκανίην, 22, 325; sp. D., wie Agath. 69 (XI, 382), πειναλέη 53 (IX, 642); Ap. Rh. 4, 18. Vgl. λευκανία u. λαιμός.