[19] λαχαίνω, hacken, graben, umgraben; τάφρον μεγάλην ἐλάχηνε Mosch. 4, 96; κρῆναι, ἃς ἐλάχηνεν Ἥφαιστος Ap. Rh. 3, 222; a. sp. D., auch Eust.