[7] λαῖτμα, τό (ΛΑΩ, λαιμός), der Meeresschlund, die Tiefe, νηυσὶ – πεποιϑότες – λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσι, Od. 7, 35, öfter; ἁλὸς ἐς μέγα λαῖτμα, Il. 19, 267; auch sp. D., wie διεξάϊξε αἰετὸς ἃς μέγα λαῖτμα, Theocr. 13, 24. Vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 1299. Uebertr., ἐξέχεεν μέγα λαῖτμα νιφετοῖο, von der Rede, Tryph. 119.