[33] λευκαντικός, zum Weißfärben geeignet, weiß machend; δύναμις Schol. Plat. Theaet. p. 360; λευκαντικῶς διατεϑῆναι, S. Emp. adv. log. 1, 192. 2, 397; λ. πάσχειν, Alles weiß sehen, 1, 198.