[34] λευκό-πηχυς, weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
Pierer-1857: Leuko... · Leuk... u. Leuko...