[45] λιθο-κόλλητος, mit Steinen gekittet, mit eingefügten Steinen, bes. eingesetzten Edelsteinen verziert, πάντα χρύσεα καὶ λιϑ. περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις, Ath. IV, 147 f; φιάλαι, II, 48 f; χιτῶνες, ib. V, 200 b; περιτραχήλιον, Plut. Alex. 32; χλιδών, D. Sic. 5, 47; κεκρύφαλον, Agath. V (V, 276); vgl. noch Strab. XVI, 779, ὀροφαὶ δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ λιϑοκολλήτου διαπεποικιλμένα, Verzierung mit Edelsteinen od. Marmor. – Uebertr., ψυχὴ σκληρά, χάλυβος λιϑοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Tr. 1251, gleichsam einen stählernen Steinzügel anlegend.