[62] λοίσθιος, ον, = Folgdm; πῦρ Pind. P. 4, 266; häufiger bei den Tragg., βλαβέντα λοισϑίων δρόμων Aesch. Ag. 119, καὶ τῆςδ' ἄκουσον λοισϑίου βοῆς Ch. 493; ἐν λοισϑίῳ τυμβεύματι Soph. Ant. 1205, φάος λοίσϑιον βλέπων Eur. Hipp. 57, öfter; sp. D., wie Theocr. 23, 16; Lycophr. 1463; λοίσϑιον ἄλλων Ap. Rh. 2, 559; λοίσϑια ὑπὸ τέρματα γαίης Man. 4, 578. – Adv. λοίσϑιον, ϑάνω Soph. Ai. 463, vgl. Ant. 1289; τὰ λοίσϑια, Theocr. 5, 12.