[61] λοιδορέω, schelten, schmähen, lästern; ϑεούς, Pind. Gl. 9, 40; u. so mit dem acc. die Tragg., τὰς προπομπούς, Aesch. Eum. 197, δεσπότας, Eur. Hec. 1237, ἐμαυτὸν πόλλ' ἐλοιδόρησα, Mel. 1187; Ar. Nubb. 1124 u. öfter; auch οἶνον εἰς ἐπίνοιαν, Equ. 90; in Prosa, vgl. Lys. 9, 6 ff., u. Sp.; Ggstz ἐπαινεῖν[61] , Plat. Gorg. 485 a, u. ἐγκωμιάζω, Rep. II, 367 d; λελοιδορήκαμεν, Phaedr. 241 e; ἐλοιδόρει τὸν Ἡρακλείδην, ὅτι Xen. An. 7, 5, 11; τοῠτ' αὐτὸ λοιδορῶν ὠνείδιζε Plat. Phaedr. 257 c; pass. λοιδορηϑείς, 275 e, wie μὴ λελοιδορημένος εἴη ὑπό τινος Xen. Hell. 5, 4, 29. – Häufig auch im med., theils absol., Antiph. II α 4, Plat. Conv. 213 d u. öfter, u. gew. c. dat., Rep. I, 329 e Phaedr. 257 d; λοιδορούμενοι ἀλλήλοις Charmid. 154 a; λοιδορήσεται Xen. Cyr. 1, 4, 9; λοιδορήσηται Isae. 6, 59; λοιδορίας ψευδεῖς ἐμοὶ λοιδορούμενος Aesch. 2, 8; oft bei den Sp., wie Luc. Pisc. 2. 45; πολλὰ τῷ ἀδελφῷ λοιδορησαμένη somn. 5; so auch aor. pass., λοιδορηϑέντος αὐτοῖς ἐκείνου καὶ κακίσαντος Dem. 54, 5; ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι Xen. Ages. 7, 3; εἰς δυςγένειαν Plut. Nic. 2.