[62] λοιδορία, ἡ, das Schelten, Schmähen, Lästern; Thuc. 2, 84; ἐκ λοιδορίας διαφϑείρειν Antiph. II α 4; Plat. Theaet. 174 c u. öfter; τὸ πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες Dem. 10, 75; Sp.