[66] λοχία, ἡ, v. l. für λοχεία, wie λόχια, τά- = λοχεῖα, μαῖα λοχίων ἡ φύσις Antiphil. 40 (VII, 375). S. auch λόχιος.
Meyers-1905: Loxĭa
Pierer-1857: Loxĭa