[68] λύζω (vgl. ὀλολύζω), den Schlucken haben, Schol. Ar. Ach. 690 erkl. φωνὴν τραχεῖαν ἀφίησιν ἣ λυγμῷ συνέχεται; Arist. probl. 33, 13; Luc.; – schluchzen (beim Weinen), εἶτα λύζει καὶ δακρύει Ar. Ach. 690; γοερὸν λύζων ἐστονάχησει ἔρως Antp. Sid. 83 (VII, 218).