[41] λῃστεία, ἡ, das Rauben, Gewerbe eines Räubers, ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν, Thuc. 1, 5; Plat. Legg. VII, 823 e; ἀπὸ λῃστείας ζῆν, Arist. pol. 1, 5, wie βίον ἔχειν, Xen. An. 7, 7, 9; Sp.