[41] λῃστήριον, τό, Räuberbande; ἐκπέμπων λῃστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους Xen. Hell. 5, 4, 42, πληροῖ τὰ λῃστήρια Aesch. 1, 191; Plut. Pomp. 26 Syll. 3, u. a. Sp., auch = Räuberhöhle.