[67] λῡγαῖος, dunkel, finster, wie ἠλυγαῖος; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας Eur. I. T 110, νέφος Her. 855, wie Soph. irg. 471; νύχϑ' ὑπὸ λυγαίην Ap. Rh. 2, 1120; εἱρκτή Lycophr. 351, vgl. 973. – Adv. λυγαίως erkl. die VLL. σκοτεινῶς u. λεληϑότως.